Λεξιλόγιο

Λαμόγιο

Ουσιαστικό γένους ουδετέρου. Αρχικά η λέξη εντοπίζεται στη φράση την κάνω λαμόγια, με τη σημασία «ξεφεύγω, φεύγω, εξαφανίζομαι από κάπου». Χρησιμοποιείται κυρίως ως υβριστικός χαρακτηρισμός, κυρίως ως συνώνυμο του «απατεώνα»: Πώς ένα λαμόγιο πλουτίζει εκμεταλλευόμενο την ανθρώπινη βλακεία με τη βοήθεια διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής προέρχεται πιθανόν από την ισπανική la moya = η τάδε. Στο Λεξικό της Πιάτσας παρατίθεται ο τύπος λαμόγιας με τη σημασία «αβανταδόρος» (= αυτός που κάνει αβάντα για κάποιον άλλο, υποκρίνεται δηλαδή τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες) με ετυμολογική προέλευση από το ιταλικό la moya = το λάδι.

 

1 Responses to Λεξιλόγιο

  1. […] αυτό δεν είναι ευφυΐα τότε τι είναι; Είναι γεγονός: Στη λαμογιά ο Ελληνάρας είναι ο πιο ευφυής από […]